- συνόμευνος
- ὁ, ἡ, θηλ. και συνομευνίς, -ίδος, Ασύνευνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὅμευνος «αυτός που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με κάποιον άλλο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνόμευνος — bedfellow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνόμευνος — συνόμευνος , συνόμευνος bedfellow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνομεύνῳ — συνόμευνος bedfellow masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνόμευνε — συνόμευνος bedfellow masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνόμευνον — συνόμευνος bedfellow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek
συνομευνίς — ίδος, ἡ, Α βλ. συνόμευνος … Dictionary of Greek